φοβόδιψος

φοβόδιψος
-ον, Α
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, υδρόφοβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο- (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ- τού ρ. φέβομαι) + -διψος (< δίψα), πρβλ. αἱμό-διψος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”